- πολυκρατής
- Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Τύραννος της Σάμου (πέθανε το 522 π.Χ.). Από αριστοκρατική οικογένεια, κατέλαβε (538;) με τη βοήθεια των οπαδών του την αφρούρητη πόλη, ενώ οι Σάμιοι έλειπαν στο ιερό της Ήρας για την ετήσια γιορτή της. Με τη βοήθεια του τυράννου της Νάξου Λύγδαμη και προστατευμένος από μια ισχυρή δύναμη 1000 τοξοτών, κατόρθωσε να διατηρήσει την εξουσία στηριζόμενος στις κατώτερες τάξεις και πιέζοντας τους ευγενείς με περιορισμούς και οικονομικά βάρη. Ναυπήγησε μεγάλο στόλο και έκανε πολλά δημόσια έργα (αγορά, υδραγωγείο, λιμάνι, τάφρο, νέο Ηραίο), απασχολώντας έτσι πλήθος εργατών· φρόντισε επίσης για τη βελτίωση της κτηνοτροφίας και της εριουργίας. Έδωσε ώθηση στα γράμματα και στις τέχνες και στην αυλή του ήταν συγκεντρωμένοι διάσημοι ποιητές (Ίβυκος, Ανακρέων). Με το στόλο του απέκτησε μεγάλη δύναμη: κατέλαβε διάφορα νησιά και παράλια του Αιγαίου και άσκησε συστηματική πειρατεία. Eκτός από το Λύγδαμη είχε ως συμμάχους του, τον Πεισίστρατο και τον φαραώ Άμαση. Ο Π. όμως δεν κατόρθωσε να κερδίσει τη συμπάθεια των υπηκόων του και είχε υιοθετήσει τον τρόπο ζωής και διακυβέρνησης των ανατολικών μοναρχών. Όταν ο στόλος, που είχε στείλει σε βοήθεια του Καμβύση, ο οποίος είχε εισβάλει στην Αίγυπτο, αποστάτησε, ο Π. πολιορκήθηκε στη Σάμο από τους Λακεδαιμόνιους και τους Κορίνθιους, κατόρθωσε να τους αποκρούσει, αλλά παρασύρθηκε σε παγίδα από το σατράπη Οροίτη και πήγε στις Σάρδεις, όπου συνελήφθη και σταυρώθηκε.
2. Αθηναίος ρήτορας και σοφιστής που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Είχε διδάξει φιλοσοφία στην Αθήνα και στην Κύπρο, και υπήρξε σύγχρονος του Σωκράτη και του Ισοκράτη. Έγραψε πολλές πραγματείες, από τις οποίες είναι γνωστές η Κατηγορία του Σωκράτους, ρητορικός λόγος που γράφτηκε λίγα χρόνια μετά το θάνατο του φιλόσοφου, ηΥπεράσπισις του Βουσίριδος, και ένα ποίημα που δημοσίευσε με το όνομα της φοιτήτριας Φιλαινίδας για να τη δυσφημήσει.
* * *-ές, Ααυτός που έχει μέγα κράτος, πολύ ισχυρή δύναμη (α. «πολυκρατής Μοῖρα», Βακχ.β. «πολύκρατεῖς ἀραὶ φθινομένων», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κρατής (< κράτος, τὸ, «δύναμη, εξουσία»), πρβλ. μεγαλο-κρατής].
Dictionary of Greek. 2013.